Το Αγιωργητάτσι

Τα γεγονότα στο λιγνιτωρυχείο του Αγίου Λουκά με γεύση και άρωμα Αγιώργη

Αφήγηση από τον Γιάννη Προκ. Μούντριχα (τον Γιαγκούλα)

Το 1933, Αύγουστος μήνας θα ήτανε, δεν θυμάμαι ακριβώς, δουλεύαμε στο κάρβουνο και είχαμε να πληρωθούμε έξι μήνες. Θέλαμε να κάνουμε σωματείο. Το είχαμε μισοφιάξει δηλαδή. Είχαμε μαζέψει τις πενήντα πογραφάδες που χρειαζόντανε και ήτανε να καταθέσουμε τα χαρτιά στη Χαλκίδα, στο Πρωτοδικείο. Ειδοποιήσαμε να έρτει και ένας της ομοσπονδίας, της κεντρικής επιτροπής των Αθηνών, όπως είναι σήμερα η Γ. Σ. Ε. Ε., για να μας καθοδηγήσει, αλλά αυτοί δε στείλανε κανένανε. Στο κάρβουνο είχαμε και δούλευε τότε και το Θανάση το Τζάνο (καπετάνιο του ΕΛ.Λ.Α.Σ. αργότερα στη κατοχή). Αυτός ειδοποίησε την ενωτική, που ήτανε κουμουνιστική και ήρτανε δύο. Ήρτε ένας από τη Χαλκίδα και ένας από τον Πειραιά. Ένας Φλοκίδης από τον Πειραιά και ένας Νικολόπουλος από τη Χαλκίδα. Το σωματείο εμείς το θέλαμε, γιατί είχαμε και άλλα προβλήματα με την εταιρεία. Δεν ήτανε μονάχα που δε μας πλήρωνε. Μας είχε και δουλεύαμε πολλές ώρες. Αντίς για οχτάωρο που γυρεύαμε εμείς, δουλεύαμε δέκα με δώδεκα ώρες την ημέρα. Κοντεύαμε να δουλεύουμε ήλιο με ήλιο και υπερωρίες τίποτα. Μόνο το μεροκάματο που ήτανε πέντε δραχμές. Ζητάγαμε και άλλα. Θέλαμε να μας πληρώνει και τους γιατρούς, να έχουμε περίθαλψη δηλαδή. Θέλαμε να μας πληρώνει και κάθε Σάββατο και άμα δουλεύαμε και την Κυριακή, να μας πληρώνει το μεροκάματο διπλό. Αυτό όμως που τους είχε πειράξει πιο πολύ, ήτανε που πήγαμε να κάνουμε το σωματείο.
Το κάρβουνο, το είχανε ένας ονόματι Μάτσας, μαζί με τον Εμπειρίκο και δούλευε καλά. Αυτοί φιάξανε και τις γραμμές για το τραίνο, από το κάρβουνο μέχρι τον Κάραβο. Τα βαγόνια με το κάρβουνο, τα τραβάγανε τότες με τα μουλάρια. Δούλεψε χρόνια ολόκληρα το έργο. Είχε στην αρχή ένα μηχανικό διευθυντή, τον Μιχαλόπουλο. Μετά έδιωξε αυτόνε και έφερε ένα Γρυπάρη και μετά το επινοικίασε (υπενοικίασε) ένας μηχανικός της ίδιας εταιρείας, ο Αυλωνίτης και δεν έβγαινε ο άνθρωπος και είχε έξι μήνες να μας πληρώσει.
Μαζευτήκαμε λοιπόν στον Άγιο Λουκά, κει στην εκκλησία στην πλατεία. Ορισμένοι ήτανε κόμα μέσα και δουλεύανε. Κουβεντιάσαμε κάμποση ώρα και πήραμε απόφαση να πάμε στη εταιρεία να ζητήσουμε τα λεφτά μας. Ο Φλοκίδης είπε να πάμε να ζητήσουμε τα λεφτά μας και ο Νικολόπουλος είπε ότι άμα δεν μας τα δώσουνε, να βάλουμε φωτιά στα γραφεία της εταιρείας. Αυτό το ακούσανε κάτι ρουφιάνοι που είχε η εταιρεία και δουλεύανε και κείνοι μαζί με μας εκεί μέσα και το είπανε στην εταιρεία και η εταιρεία ειδοποίησε την αστυνομία του Αλιβερίου. Ένας ανθυπασπιστής ήτανε, Αλατζάς λεγόμενος. Αυτός με τη σειρά του ειδοποίησε τον υπομοίραρχο της Κύμης για βοήθεια και ενισχύσεις . Πηλός ήτανε το όνομά του.
Ξεκινήσαμε από τον Άγιο Λουκά και πηγαίναμε στα γραφεία της εταιρείας, στο Μπρινιά. Αυτοί είδανε ότι εμείς είμαστανε πολλοί. Θα είμαστανε πάνου από πεντακόσα άτομα, άμα τους βάλεις όλους, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Στο έργο δουλεύαμε γύρω στους τρακόσους. Πήγανε λοιπόν και μας περιμένανε όξου από το χωριό, όξου από τον Άγιο Λουκά, ανάμεσα σε εταιρεία και χωριό. Μπροστά είχαμε βάλει τις γυναίκες και τα παιδιά να προχωράνε και από πίσου πηγαίναμε εμείς. Όταν φτάσαμε κει πέρα που μας περιμένανε, οι αστυνομικοί ρίξανε δύο- τρεις σφαίρες στον αέρα. Σταματήσαμε για λίγο. Αυτοί που είχαμε επιτροπή, πήγανε μπροστά και είπανε στην αστυνομία. Η Αρχή στην πάντα. Δεν έχουμε τίποτα με την Αρχή, αφήστε μας να λύσουμε εμείς τη διαφορά μας με την εταιρεία και συνεχίσαμε να προχωράμε, σπάσαμε το φράγμα. Όταν αυτοί είδανε ότι εμείς δε σταματάμε, αρχίνισε η αστυνομία και πυροβόλαγε στο ψαχνό. Εμείς οπιστοχωρήσαμε. Σκόρπισε ο κόσμος. Τρέχαμε και γυρίζαμε πίσου προς το χωριό. Αρχίσαμε να έχουμε και τραματίες. Μαζεύαμε τους τραματίες. Ο Πιέρος (ο Βασίλης ο Μπαχάρας), είχε ένα τράμα εδώ, (στον αριστερό ώμο) και ο Μαρίνος το ίδιο και ο Ζωντός τα ίδια. Τον Κουτσόσταυρο (τον Σταύρο Ιωάν. Αϊδίνη), τον είχαμε ξεχάσει. Ήτανε χάμου και φώναζε ο κακομοίρης. Μας λέγανε για Σταύρο Αϊδίνη ότι είναι τραματίας και μεις λέγαμε, αφού είναι δω, γιατί νομίζαμε ότι λένε για τον άλλονε Σταύρο, του Βάγια. Και είπε τότες ένας Γαβαλέος: Όχι αυτός ο Σταύρος ρε παιδιά, του Γρηγόρη ο γαμπρός. ( του Γρηγόρη του Ρήγα). Γυρίσαμε πίσου. Τον εβρήκαμε, βγάλαμε μία πόρτα από ένα κατώγι, τον εβάλαμε πάνου και τον εφέραμε στον Άγιο Λουκά. Από κει τον εβάλαμε σε ένα ταξί του Κωσταντούρα, που ήρτε από το Αλιβέρι και τον επήγαμε στην κλινική του Κόλλια, του Τοκή (Θεμιστοκλή) τον πατέρα, τον Παναγή. Ήμανε και γώ μέσα και άκουγα. Λέγανε ότι του έριξε με ένα γκρα, εγώ δεν είδα, ένας από του Πασσά, που τον είχανε ντύσει χωροφύλακα, ενώ αυτός ήτανε εργάτης και τον ελέγανε Χ……Μ……..
Στην κλινική του Κόλλια που τον επήγαμε, ο Κόλλιας ήθελε να του κόψει το ποδάρι. Ο άμεσα ενδιαφερόμενος, ήμανε εγώ. Και άλλοι ήτανε κει, αλλά εμείς είμαστανε και κουμπάροι, γιατί είχα βαφτίσει τότες την κόρη του, την Παρασευγή.
Ρώτησε ο Παναγής ο Κόλλιας αν είναι κει κανένας ενδιαφερόμενος και είπα εγώ. Μου είπε τότε να υπογράψου, για να του κόψει το ποδάρι. Εγώ του λέου, δεν υπογράφου. Κάνας άλλος λέει είναι εδώ; Λέου εγώ: Ο Θεοδώρου ο Γιώργης, ο Φουρλίκης, του γιατρού του Ντεγιάννη που είναι στη Χαλκίδα, ο πεθερός, που είχε μαγαζί λίγο πιο κάτου από την κλινική του Κόλλια. Ειδοποίησέ τον μου λέει. Τον ειδοποίησα εγώ και ήρτε στου Κόλλια την κλινική. Ήτανε και γνωστοί βέβαια ο Φουρλίκης με τον Κόλλια. Λέει ο Φουρλίκης: Δεν αναλαμβάνου ούτε εγώ Παναγή. Περίμενε λίγο. Έχουμε ειδοποιήσει και σε μία ώρα θα είναι δω η γυναίκα του. Είχαμε ειδοποιήσει εμείς στο χωριό από τον Αγιο Λουκά. Λέει ο Κόλλιας: Δεν με κρατάει εμένα μία ώρα, δεν περιμένου να έρθει η γυναίκα του, θα του το κόψου. Και του το κοψε το ποδάρι. Το κοψε σε δύο μεριές. Την πρώτη φορά που το κοψε πο κάτου από το γόνατο,είμανε κει πέρα, αλλά όμως έφυγα, δεν μπορούσα να βαστήξου. Δεν άντεχα. Επειδή όμως ήτανε ραγισμένο το κόκαλο, του το κοψε και δεύτερη φορά πο πάνου από το γόνατο.
Στου Κόλλια είχανε πάει και το Μαρίνο, τον Ζωντό και το Βασίλη το Μπαχάρα. Αυτοί ήτανε πιο σοβαρά. Τους άλλους, ώσπου να γυρίσουμε πίσου στον Άγιο Λουκά, τους είχανε πάει άλλα ταξά (ταξί) στο Αλιβέρι, στη κλινική του Γλάρου. Είχανε πάει κει και τον Γιάννακα,(Ιωάννη Κων. Ρήγα) αλλά δεν τον δέχτηκε ο Γλάρος και τον έστειλε στου Κόλλια γιατί ήτανε πιο σοβαρά. Στου Γλάρου είχανε πάει το Χαρίτο, τον αδερφό μου το Μήτσο, τον Τηλέμαχο, έναν Γαβαλέο, τον Αντώνη τον Θεοδώρου και έναν Αγιολουκαΐτη, που δεν θυμάμαι το όνομά του.
Μετά ήρτε ένα τάγμα από τη Χαλκίδα. Είπανε ότι γίνεται μάχη στο Αλιβέρι, αλλά μετά ήτανε ήσυχα τα πράματα. Οι χωροφύλακες δε φύγανε, καθίσανε από το πό πέρα μέρος από το λιγνιτωρυχείο μέχρι την άλλη μέρα το πρωί, μήπως εμείς κάνουμε τίποτα. Μετά η εταιρεία μας έκανε μήνυση. Όλοι αυτοί οι τραματισμένοι, πήγανε στο δικαστήριο, στη Χαλκίδα κατηγορούμενοι για εμπρησμό, όπως έλεγε η εταιρεία. Μήνυση κάνανε στην εταιρεία και οι εργάτες οι τραματίες. Ο Δεσπότης, ο Παντελεήμονας, στην αρχή ήρτε να αναλάβει πρόεδρος στο σωματείο μας, αλλά εμείς δεν τον δεχτήκαμε και μετά πήγε και έγινε μάρτυρας υπεράσπισης των χωροφυλάκων και προπαντός του υπομοίραρχου, του Πηλού. Σα μάρτυρας ο Παντελεήμονας, έριξε τις ευθύνες στους εργάτες. Είπε ότι οι εργάτες είμαστε κουμουνιστές και τα τέτοια. Στον όρκο που έδωσε, είπε: Ορκίζομαι στον ιερό άμβωνα, ότι ο Πηλός είναι καλός χριστιανός και ότι μεταλαβαίνει δύο φορές τη βδομάδα.
Αποτέλεσμα της δίκης ήτανε: Αθώοι οι χωροφύλακες, αθώοι και από μας οι τραματίες.
Έτσι τελείωσε το επεισόδιο στον Άγιο Λουκά. Κερδίσαμε βέβαια και μεις κάτι. Μας δώσανε τα λεφτά που μας χρωστάγανε, ξαναπήρανε στη δουλειά αυτούς του σωματείου που τους είχανε απολύσει και πληρώσανε τα φάρμακα και τους γιατρούς για τους τραματίες.

Με το θέμα ασχολήθηκαν οι εφημερίδες «Εύριπος» και «Εύβοια», της Εύβοιας, αλλά και πολλές άλλες Αθηναϊκές εφημερίδες. Περιέγραψαν τα γεγονότα όπως περίπου έγιναν, ανάλογα βέβαια και με την πολιτική τους τοποθέτηση. Όλες τους έχουν κάνει ένα μικρό λάθος. Στον κατάλογο των τραυματιών, τον αδελφό του παππού μου, τον Δημήτριο Μούντριχα, τον αναφέρουν σαν Β. Μούντριχα.

Β. Μούντριχας δεν υπήρχε.

ποίημα για την απεργία του 1933 στο λιγνιτωρυχείο

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1933

ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΛΟΥΚΑ

Βάρκας Γρυπάρης και Πυλάς έγιναν συμμορία

και στείλαν χωροφύλακες έξω απ' την εργασία.

Εργάτες αποφάσισαν όλοι συγκεντρωμένοι

να πάνε να ζητήσουνε τα χρήματα οι καημένοι.

Και πήραν τις γυναίκες τους και τα φτωχά παιδιά τους

ίσως τους ελυπόντουσαν να πάρουν τα λεφτά τους.

Μα μόλις ήρθαν οι φτωχοί σε ζώνη ματωμένη

ήταν οι χωροφύλακες όλοι ακροβολισμένοι.

Ο Υπομοίραρχος Πύλος ΑΛΤ : δύο φορές φωνάζει

κι αμέσως το περίστροφο από τη θήκη βγάζει.

Τότε οι τίμιοι αυτοί εργάτες τυραγνισμένοι

εσήκωσαν τα χέρια τους απάνω οι καημένοι

Και λέγουνε εις τον Πυλό πάμε για τα λεφτά μας

τέσσερις μήνες μας χρωστάν πεινάνε τα παιδιά μας.

Τότε ο Υπομοίραρχος με λύσσα τους φωνάζει

όλους τους χωροφύλακες και πυρ τους διατάζει

Και βγάζει το πιστόλι του τρία φυσίγγια ρίχνει

και τότε οι χωροφύλακες αρχίσανε και κείνοι.

Πέφτει η πρώτη μπαταριά δέκα κορμιά σφαδάζουν

και με καημό στα χείλη τους κακούργους τους φωνάζουν.

Ο αστυνόμος Αλατζάς του Αλιβερίου φθάνει,

ερχότανε κρυφά - κρυφά στης Βρύσης το ρουμάνι.

Αφού λοιπόν πλησίασε, πίσω και αυτός τους λέγει

άδειασε το πιστόλι του, σηκώνεται και φεύγει.

Έσωσαν τα φυσίγγια τους οι χωροφύλακες

και με τον υποκόπανο αρχίζουν να κτυπούνε.

Τότε ακούστει μια φωνή από μαραμένο στόμα.

Κακούργοι δεν χορτάσατε παρά χτυπάτε ακόμα,

Κι άλλη φωνή ακούστηκε με πόνο με λαχτάρα,

ήτουνε ένας νεαρός που τον λεν Μπαχάρα.

Αυτός τους λέγει, φύγετε κ' εμείς αν θα σωθούμε

εσάς και αυτούς τους αίτιους θα τους εκδικηθούμε.

Έγινε μάχη θλιβερή, μάχη φαρμακωμένη

ποτέ δεν το περίμεναν οι εργάτες οι καημένοι.

Καμπάνα του Αγίου Λουκά βαρούσε πενθισμένα

γιατί είκοσι εργάτες της είχαν πνιγεί στο αίμα

Το όνομα του λέγεται, Νικόλαος Β. Αντωνίου


Πολλές φορές, σχεδόν καθημερινά, έρχονται στο μυαλό μου εικόνες από την παιδική μου ηλικία, όπως συμβαίνει σε όλους μας.

Από τις εικόνες αυτές, κάποιες με ευχαριστούν και μου αρέσει που τις θυμάμαι.. Κάποιες άλλες όμως, με κάνουν να στενοχωριέμαι και δεν θέλω ούτε να τις θυμάμαι. Μελαγχολώ, ντρέπομαι και μετανιώνω . Λέω μέσα μου ένα γαμώ το γιατί; Γιατί το κάναμε αυτό.

Τι κάναμε όμως;

Όπως θα διαβάσατε, στα γεγονότα του λιγνιτωρυχείου, κάποιοι « πλήρωσαν τη νύφη» πολύ ακριβά. Ένας από αυτούς ήταν και ο αείμνηστος Σταύρος Ιωάν. Αϊδίνης, που έχασε το ένα του πόδι. Από τότε έγινε «ο Κουτσόσταυρος». Εμείς όταν ήμασταν παιδιά, αυτό δεν το ξέραμε και όταν τον βλέπαμε στο δρόμο με το ένα πόδι, την πατερίτσα και το μπαστούνι του, χαζογελούσαμε γιατί το βλέπαμε παράξενο. Μερικές φορές μάλιστα, δεν ήταν μόνο χαμόγελα. Κάποιοι (ευτυχώς λίγοι) το προχωρούσαν και λίγο πιο πέρα. Όλα αυτά τα έβλεπε ο αείμνηστος μπάρμπα Σταύρος, γιατί δεν ήταν χαζός, καταλάβαινε ότι κάτι λέμε γι’ αυτόν και μας αγριοκοίταζε. Μία φορά μάλιστα δεν άντεξε και πέταξε το μπαστούνι του προς το μέρος μας, μαζί και με κάποια «Γαλλικά».

Και όλα αυτά γιατί; Γιατί δεν είχε βρεθεί ένας χριστιανός να μας εξηγήσει γιατί ο άνθρωπος αυτός είχε ένα πόδι. Να μας πει ότι δεν γεννήθηκε έτσι ,αλλά ότι το άλλο πόδι του το έχασε στον αγώνα του για το μεροκάματο, γιατί είχε πέντε παιδιά να μεγαλώσει.

Εμείς λοιπόν, όπως τα σκέφτομαι τώρα, έπρεπε κανονικά να σκύβουμε το κεφάλι και να τον κοιτάζουμε με σεβασμό, όσες φορές περνούσε από μπροστά μας, αυτόν τον αγωνιστή της ζωής. Αντί γι’ αυτό όμως, εμείς χαζογελούσαμε. Τι να πει κανείς; Η παιδική ηλικία και η άγνοια.

Τώρα που τα συλλογιέμαι όλα αυτά, στενοχωριέμαι. Θυμώνω με τον εαυτό μου, αλλά είναι πλέον αργά. Θέλω να ζητήσω (φαντάζομαι και εκ μέρους των άλλων παιδιών) συγνώμη, αλλά από ποιον; Ίσως η αναφορά των γεγονότων του λιγνιτωρυχείου, να είναι ένα μικρό μνημόσυνο, όχι μόνο για τον μπάρμπα Σταύρο, αλλά και για όλους τους άλλους εργαζόμενους στο λιγνιτωρυχείο.

Χαλκίδα Ιούλιος 2016

Γιάννης Προκ. Μούντριχας